- τοιχοβάτης
- ὁ, ΜΑαυτός που περπατάει, που σκαρφαλώνει στους τοίχουςμσν.είδος σαύρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. ὀρει-βάτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοιχοβάτην — τοιχοβάτης walker on walls masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοιχοβαύστης — ὁ, Μ τοιχοβάτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τοιχοβάτης] … Dictionary of Greek
Toichobat — Der Unterbau des griechischen Tempels Als Toichobat (griechisch ὁ τοιχοβάτης von gr. ὁ τοῖχος, die Wand, und gr. βαίνω, ich schreite oder gehe) wird die oberste, bereits sichtbare Schicht des Wandfundamente … Deutsch Wikipedia
TICHOBATES — apud Flavium Vospiscum Carino, c. 19. Nam et neurobaten, qui velut in ventis cothurnatus ferretur, exhibuit: et tichobaren, qui per parietem urso elusô cucurrit: pro Toechobates, ex Graeco Τοιχοβάτης: ex genere τῶ θαυματοποιῶν est, quibus nimium… … Hofmann J. Lexicon universale
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek
τοιχοβατώ — έω, Α [τοιχοβάτης] περπατώ, σκαρφαλώνω στους τοίχους … Dictionary of Greek